" Έλεγε θα φύγουμε, πέρα μακριά θα πάμε
τίποτα εδώ, για μας δεν στέκει
Έλεγε θα δούμε θάλασσα από ψηλά, σε βουνά θα ανέβουμε, τα δάση είν' το σπίτι μας και τα νερά το εξοχικό μας
Έλεγε τον καθρέφτη μου πως ζήλευε, τις ώρες που αντί γι' αυτόν εκείνος με κοιτούσε
Εκεί που θα πάμε έλεγε, να δημιουργήσουμε θα μπορούμε
Η δική μας κοινωνία δεν θα βλάπτει πια, να υπάρχει θα μπορεί έλεγε
Έλεγε θα πάψουμε να παρασιτούμε, έλεγε δεν θα προκαλεί φθορά στη φύση η ύπαρξη μας
Θα μας θέλουν έλεγε, θα βρούμε έλεγε, κι εμείς το κομμάτι αυτό της γης που για μας θα είναι. Έτσι έλεγε. Πρίν εξασθενήσει. Ήξερε πώς να φύγουμε δεν μπορούμε. Ήξερε πως, ο αέρας εδώ μας έφερε. Ήξερε, πως απλά ένα στέλεχος είναι ο ίδιος, μιας επιδημίας.
Αντιγραφή, ήξερε, μεταγραφή, κι ίσως καμία φορά μετάφραση, ότι κατάλαβαν για μας όταν μας γνώρισαν. Κι ύστερα θάνατο. Τόσο δα μικρά ήξερε πως ήμασταν. Τόσο δα..
Κι όμως να φύγουμε, ποτέ μονάχοι μας δεν καταφέραμε. Όλοι μαζί, εμείς οι υπάρξεις αυτού του κόσμου να υπάρχουμε, δεν μπορούμε.
Κι εγώ αδυνατώ, λυπάμαι που να φύγω δεν μπορώ. Άλλο το σώμα ετούτο να ξεγελάσω δεν μπορώ. Ίσως αν είχα νοημοσύνη... Ίσως... να φύγω θα μπορούσα. "
Τούτο είδα στ όνειρο, το βράδυ, να λέει και να κλαίει ένα μοναχό του κύτταρο.