Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Λούλα

___

Όμορφο φαντάζει,
σαν κοινό,
σαν όλους τους άλλους
να σε θαρρουν
Όμοιο κοινό ίδιο
Σαν κι οτι ήδη μπορεί να είναι κάποιος
Δε φοβάσαι, τύψεις δε νιώθεις, δε λυπάσαι, δε διακατεχεσαι απο συναισθηματικούς ενδοιασμούς, δεν φυλακιζεσαι
Ό,τι ξεκίνησες τυχαία μπορείς και να το λήξεις, δίχως να σκεφτείς
'κείνο που το ονόμασαν αποτέλεσμα
'κεινο που το ονόμασαν συνέπεια
γιατί ίδιος σαν όλους τους άλλους καθώς εισαι, ήταν αναμενόμενη αυτή σου η δράση, η κίνηση, η συμπεριφορά
Μπορούν να σε προβλέψουν τα συμφραζόμενα
Και να σε νοθεψουν τα ωφέλει και τα συμφέροντα
Πόσο όμορφο ειναι να μπορείς να νιωσεις ελεύθερος
Το μοναδικά διαφορετικό αδυνατούν να βρούν,
κι αυτο για σένα,
κέρδος μεγάλο
Ένας ακόμη, κάτι που ξέραμε!
Υπέροχα! Έξοχα! Θαυμάσια!
Είσαι ελεύθερος πιά
Κι εκείνοι ίδιοι σαν τους not όλους τους άλλους, δεσμιοι, με το όχι σαν όλους τους άλλους, ικανοί να δουν το πόσο κοινός είσαι. Ίδιος σαν όλους τους αλλους έτοιμος να τους βλάψεις .
Ξέρεις, ούτως ή άλλως στο τέλος "μαλάκα" θα σε πουν, γιατί να ενδοιασμοί να θίγουν τα δικά σου ωφέλει.
Κάποτε ειχα γνωρίσει κάποιον που όλους ύστερα απο οσα ζούσε μαζι τους, "μαλακες" κι εκμεταλλευτές τους "έβγαζε". Προσπαθοντας να ενισχύσει τη δική του αξία, κι επειδή δε δρουσαν κυρίως για την ικανοποίηση των δικών του επιθυμιών, επειδή ήταν αυτο που ειναι ο κάθε άνθρωπος. Πιστεύω πως κι εμένα πλέων μαλακά θα με χει . Μα αλήθεια τρανη ειναι το οτι εξ αρχής το γνώριζα. Μελετουσα
Κοινός, ίδιος, προβλεπόμενος και πάντα αρνητικά προδιατεθημενος. ανάμεσα σε τυφλούς. να μπορείς. Κι εκείνοι σαν κοινοί για άλλους, παλι να μπορούν.
Ολοι ίδιοι, τυφλοί, ικανοί για όλα
Μη σε ενοχλεί
Το απαγορεύουν τα εγωπροσωπικά "κορέκτ"!

6/2018, Αθήνα 

Σεβάστιαν


---

."εγώ ήμουν",είπε, " περπατούσα μια ξένη μέρα, και μια ξένη νύχτα, σε ένα ξένο ξέφωτο. τίποτα το γνώριμο δεν υπήρχε τριγύρω. μονάχα η βροχή κάτι μου θύμιζε. Δεν κρατούσα ομπρέλα και τα παπούτσια μου με τρύπια καμένη σόλα ως συνήθως. Αναρωτιέμαι αν εκείνο το εικοσιτετράωρο η βροχή ήταν αδύναμη ή εγώ δυνατός... Θυμάμαι, έψαχνα να βρω ένα κομμάτι μου. Κάτι που χα ξεχάσει σε αυτόν τον ξένο τόπο, κάποτε. τότε. όταν όλα όσα ξένα μου ήταν πια μου ήταν γνώριμα. Νόμιζα, μου ήταν γνώριμα.", ύστερα έλυσε το σκοινί που χε δεμένο στο δεξί του χέρι και το έδεσε σε ένα δένδρο. Ανέβηκε πάνω στο δένδρο. Κοίταξε ως πέρα. Κατέβηκε ... έκοψε μια ρίζα του δένδρου. εκείνη που ξεπρόβαλε, στο έδαφος. Την βάφτισε χέρι. Έδεσε το σκοινί. Είπε "είσαι εγώ, βρήκα το γνώριμο " . Κι άρχισε να τρέχει.. χάθηκε.
Το δένδρο βρισκόταν στην άκρη ενός γκρεμού, - απόρροια απομάκρυνσης τεκτονικών πλακών εκείνος -.

10/6/2018, Αθήνα