."εγώ ήμουν",είπε, " περπατούσα μια ξένη μέρα, και μια ξένη νύχτα, σε ένα ξένο ξέφωτο. τίποτα το γνώριμο δεν υπήρχε τριγύρω. μονάχα η βροχή κάτι μου θύμιζε. Δεν κρατούσα ομπρέλα και τα παπούτσια μου με τρύπια καμένη σόλα ως συνήθως. Αναρωτιέμαι αν εκείνο το εικοσιτετράωρο η βροχή ήταν αδύναμη ή εγώ δυνατός... Θυμάμαι, έψαχνα να βρω ένα κομμάτι μου. Κάτι που χα ξεχάσει σε αυτόν τον ξένο τόπο, κάποτε. τότε. όταν όλα όσα ξένα μου ήταν πια μου ήταν γνώριμα. Νόμιζα, μου ήταν γνώριμα.", ύστερα έλυσε το σκοινί που χε δεμένο στο δεξί του χέρι και το έδεσε σε ένα δένδρο. Ανέβηκε πάνω στο δένδρο. Κοίταξε ως πέρα. Κατέβηκε ... έκοψε μια ρίζα του δένδρου. εκείνη που ξεπρόβαλε, στο έδαφος. Την βάφτισε χέρι. Έδεσε το σκοινί. Είπε "είσαι εγώ, βρήκα το γνώριμο " . Κι άρχισε να τρέχει.. χάθηκε.
Το δένδρο βρισκόταν στην άκρη ενός γκρεμού, - απόρροια απομάκρυνσης τεκτονικών πλακών εκείνος -.
10/6/2018, Αθήνα